- Νεάνθην
- Νεάνθηςmasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεανθής — (240 – 190 π.Χ.). Έλληνας ιστορικός από την Κύζικο. Πολλές από τις ιστορικές πληροφορίες του τις απέδειξε λαθεμένες ο Πολέμων, με το έργο του Προς Νεάνθην αντιγραφαί. Αναφέρονται τα συγγράμματα του Ελληνικά ή Ελληνικαί Ιστορίαι, που πραγματεύεται … Dictionary of Greek